- νεοθετικιστής
- ο [θετικιστής]οπαδός τού νεοθετικισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοθετικιστικός — ή, ό [νεοθετικιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοθετικισμό … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek